- προφυλαχτικός
- [ профил актикос] ас. предохранительный, профилактический,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
προφυλαχτικός — ή, ό 1. αυτός που προφυλάγει ή προφυλάγεται ή είναι κατάλληλος για προφύλαξη: Προφυλαχτικός άνθρωπος. 2. το ουδ. ως ουσ., προφυλαχτικό κάθε μέσο για προφύλαξη από κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek